
Αυτό ήταν. Τετάρτη 14 Μαΐου 2008, το πρωί, η γιαγιά μας αποφάσισε να μας αφήσει. Ότι ξεκινούσα για το σχολείο, το έμαθα. Γύρισα πίσω. Δεν ήξερα τι να νιώσω, αυθόρμητα μου βγήκε μια ανακούφιση. Δεν μπορείς να καταλάβεις, δεν τη γνώριζες. Ήταν άνθρωπος γεμάτος εμπειρίες και εικόνες που σε γέμιζε με την παρουσία της και μόνο. Ξέρω ότι θα μας λείψει, εμένα μου λείπει ήδη. Μας είχε μεγαλώσει, ήταν η γιαγιά μας, ψυχούλα μου...
Λες πολλές φορές ότι μπορείς να προετοιμαστείς. Ότι ο θάνατος είναι κάτι για το οποίο θα είσαι έτοιμος αφού είναι μια φυσιολογική εξέλιξη. Ε, και; Πες μου εσύ πως γεμίζουν τα κενά από το χαμόγελό της, το δάκρυ της, το παράπονό της;
Χάζευα τις προάλλες κάτι φωτογραφίες από το τελευταίο καλοκαίρι που ήταν σε φόρμα, με τις μπριζολίτσες της και τη μπύρα της. Ήταν κομμάτι της ζωής μας και τώρα μας λείπει. Θα σε κρατήσουμε στην καρδιά μας και θα πούμε στην Αγγελική όταν μεγαλώσει λίγο για τη γιαγιά της, την προγιαγιά της που την κράτησε και πρόλαβε να μάθει ότι την βαφτίσαμε με το όνομα της κόρης της. Πρόλαβε να χαρεί, να χαμογελάσει, να φωτιστεί το πρόσωπό της με τη δισέγγονη της αγκαλιά.
Όσο για μένα, θα κρατήσω και το τελευταίο σου βράδυ που σου χάιδευα το κεφάλι και σου τραγουδούσα. Νομίζω ότι με άκουγες κι ας μη μπορούσες να μιλήσεις. "Στό 'πα και στο ξαναλέω μη μου γράφεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα"
Αντίο, μάτια μου.